πιθηκίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πιθηκίζω — μιμούμαι όπως ο πίθηκος, μαϊμουδίζω: Πολλοί πιθηκίζουν τους τρόπους των ξένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιθηκισμός — ο, ΝΜΑ [πιθηκίζω] η πράξη τού πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων τού πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) μσν. (για βάπτισμα έξω τής Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση τού χριστιανικού… … Dictionary of Greek
υποπιθηκίζω — Α [πιθηκίζω] πιθηκίζω σε μικρό βαθμό … Dictionary of Greek
μαϊμουδίζω — 1. μιμούμαι τη μαϊμού, πιθηκίζω 2. κάνω ακριβώς ό,τι κάνει κάποιος, μιμούμαι κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού πληθ. μαϊμούδες] … Dictionary of Greek
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek
μαϊμουδίζω — 1. αμτβ., μιμούμαι τις μαϊμούδες, πιθηκίζω. 2. μτβ., μιμούμαι κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεπιθήκισεν — διά πιθηκίζω play the ape aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)